- ευαπόκριτος
- εὐαπόκριτος, -ον (Α)αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος.επίρρ...εὐαποκρίτωςφρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» — έχω εύκολη την απάντηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από-κριτος (< απο-κρίνομαι), πρβλ. δυσ-απόκριτος, αν-από-κριτος].
Dictionary of Greek. 2013.