ευαπόκριτος

ευαπόκριτος
εὐαπόκριτος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος.
επίρρ...
εὐαποκρίτως
φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» — έχω εύκολη την απάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από-κριτος (< απο-κρίνομαι), πρβλ. δυσ-απόκριτος, αν-από-κριτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐαποκρίτως — εὐαπόκριτος easy to expound by answers adverbial εὐαπόκριτος easy to expound by answers masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπόκριτον — εὐαπόκριτος easy to expound by answers masc/fem acc sg εὐαπόκριτος easy to expound by answers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαποκριτικός — εὐαποκριτικός, ή, όν (Α) [ευαπόκριτος] αυτός που έχει την ετοιμότητα να απαντά στις ερωτήσεις που τού υποβάλλονται, ο ετοιμόλογος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”